- ἀνενδοίαστα
- ἀνενδοίαστοςunhesitatingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδοιάστως — ἀδοιάστως επίρρ. (Α) [δοιάζω] χωρίς ενδοιασμούς, δισταγμούς, ανενδοίαστα … Dictionary of Greek
Ρεστίφ (ή Ρετίφ) ντε λα Μπρετόν, Νικολά-Εντμ — (Rιstif de la Bretonne, Σασί, Oσερουά 1734 – Παρίσι 1806). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν γιος χωρικού και η από πολύ μικρή ηλικία αγάπη του για το βιβλίο καθώς και το επάγγελμα του τυπογράφου τον ώθησαν προς τη λογοτεχνία, που στην περίπτωσή του… … Dictionary of Greek